- καταβρύκω
- καταβρύκω (Α)κατακομματιάζω, κατατρώγω («δουρὶ φονευσάμενος ἄρτι καταβρύκοντα τὸν... μόσχον»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + βρύκω «κομματιάζω, δαγκώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταβρύκοντα — καταβρύκω bite in pieces pres part act neut nom/voc/acc pl καταβρύκω bite in pieces pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβρυχομένη — καταβρύκω bite in pieces pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβρυχέσθω — καταβρύκω bite in pieces pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβρυχόμενοι — καταβρύκω bite in pieces pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβρυχόμενος — καταβρύκω bite in pieces pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβρύκων — καταβρύκω bite in pieces pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέβρυξε — καταβρύκω bite in pieces aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέβρυξεν — καταβρύκω bite in pieces aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρύκω — και βρύχω (Α) 1. μασώ με θόρυβο 2. τρώω λαίμαργα 3. δαγκώνω 4. κομματιάζω, κατασπαράζω 5. τρίζω τα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βάση των βρύκω και βρύχω θεωρείται το εκφραστικό στοιχείο βρυ , που απαντά ίσως και στα βρυν, βρύχιος, βρυχώμαι. Εάν γίνει… … Dictionary of Greek